-
1 ομοβροντία
η залп;με ομοβροντίες πυροβολικού — артиллерийскими залпами
-
2 ομοβροντία
[омоврондиа] ουσ. Θ. (στρατ.) залп.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ομοβροντία
-
3 ομοβροντία
[омоврондиа] ουσ θ (στρατ) залп. -
4 залп
залпм ἡ ὀμοβροντια:орудийный \залп ἡ ὀμοβροντια πυροβόλων давать \залп ρίχνω ὀμοβροντια. -
5 залп
-а α.ομοβροντία•ружейный залп ομοβροντία όπλων•
орудийный залп ομο’βροντία πυροβόλων•
дать залп ρίχνω ομοβροντία•
огонь -ами πυρ με ομοβροντίες.
-
6 залп
-
7 залпом
залпомнареч1. воен. μέ ὀμοβρον-τία[ν]:выстрелить \залпом ρίχνω ὀμοβροντια πυροβολισμῶν·2. перен (без передышки) разг μονομιάς, μονοκοπανιά / μονο-ρρούφι, ἀπνευστί (пить). -
8 орудийный
оруди́йн||ыйприл τοῦ πυροβολικού:\орудийный огонь ὁ κανονιοβολισμός, τά πυρά τοῦ πυροβολικού· \орудийныйая пальба τό κανονίδι· \орудийный залп ἡ ὀμοβροντία πυροβόλων. -
9 πυροβολικό(ν)
το артиллерия;βαρύ (ελαφρό) πυροβολικό(ν) — тяжёлая (лёгкая) артиллерия;
πυροβολικό(ν) μακρού ' ( — или μεγάλου) βεληνεκούς — дальнобойная артиллерия;
επάκτιο (πεδινό) πυροβολικό(ν) — береговая (полевая) артиллерия;
αντιαρματικό (αντιαεροπορικό) πυροβολικό(ν) — противотанковая (зенитная) артиллерия;
πυρά (ομοβροντία) πυροβολικοϋ — артиллерийский огонь (залп);
προπαρασκευή πυροβολικού — артиллерийская подготовка
-
10 πυροβολικό(ν)
το артиллерия;βαρύ (ελαφρό) πυροβολικό(ν) — тяжёлая (лёгкая) артиллерия;
πυροβολικό(ν) μακρού ' ( — или μεγάλου) βεληνεκούς — дальнобойная артиллерия;
επάκτιο (πεδινό) πυροβολικό(ν) — береговая (полевая) артиллерия;
αντιαρματικό (αντιαεροπορικό) πυροβολικό(ν) — противотанковая (зенитная) артиллерия;
πυρά (ομοβροντία) πυροβολικοϋ — артиллерийский огонь (залп);
προπαρασκευή πυροβολικού — артиллерийская подготовка
-
11 πυροβόλο(ν)
το пушка; орудие;πυροβόλο(ν) μεγάλου βεληνεκούς — дальнобойное орудие;
μηχανοκίνητο ( — или τροχοφόρο) πυροβόλο(ν) — самоходное орудие;
πεδινό πυροβόλο(ν) — полевое орудие;
αντιαρματικό (αντιαεροπορικό) πυροβόλο(ν) — противотанковое (зенитное) орудие;
ομοβροντία πυροβόλων — орудийный залп
-
12 πυροβόλο(ν)
το пушка; орудие;πυροβόλο(ν) μεγάλου βεληνεκούς — дальнобойное орудие;
μηχανοκίνητο ( — или τροχοφόρο) πυροβόλο(ν) — самоходное орудие;
πεδινό πυροβόλο(ν) — полевое орудие;
αντιαρματικό (αντιαεροπορικό) πυροβόλο(ν) — противотанковое (зенитное) орудие;
ομοβροντία πυροβόλων — орудийный залп
-
13 залп
[ζαλπ] ουσ. α. ομοβροντία -
14 залп
[ζαλπ] ουσ α ομοβροντία -
15 залповый
επ.με ομοβροντία. -
16 и
и 1ουδ.άκλ. είναι το δέκατο γράμμα του ρωσικού αλφάβητου και αντιστοιχεί με την προφορά των ελληνικών «ι».и 21. συμπλκ. και• συνδέει ομογενή μέλη της πρότασης, προτάσεις ή και ξεχωριστές λέξεις•я работаю и учусь εργάζομαι και σπουδάζω•
я и ты εγώ και συ•
отец и мать ο πατέρας και η μητέρα•
стыд и срам ντροπή και αίσχος•
был дал сигнал и раздался залп δόθηκε το σύνθημα και ακούστηκε η ομοβροντία.
2. επιτακτικός (της ακόλουθης λέξης)• ακόμα, όλο και•метель становилась сильнее и сильнее η χιονοθύελλα γινόταν όλο και δυνατότερη.
3. εναντιωματικός• αν και, μολονότι•мы и пошли, да нас не пустили αν και πήγαμε, (όμως) δεν μας επέτρεψαν να μπούμε μέσα.
4 αντιθετικός• όμως, αλλά•он обещал прийти и не пришёл αυτός υποσχέθηκε πως θα έρθει, όμως δεν ήρθε ή και δεν ήρθε.
5. επιτακτικός-εμφαντικός• και•и как ты добрался до сюда? και πως κατόρθωσες να φτάσεις ως εδώ;
6. μόριο• επίσης, το ίδιο•и в этом случае экономика играет главную роль κι εδώ η οικονομία παίζει τον κύριο ρολό.
|| ακόμα•не хочу и доброй ночи пожелать тебе δε θέλω ακόμα να σου πώ (ευχηθώ) καληνύχτα.
7. επιφώνημα σε ένδειξη ασυμφωνίας η σε μεγάλο βαθμό• ίιι, πω-πω-πω•и-и-и, какой вздор! ίιι τι ανοησία!•
и-и-и сколько много! πω-πω-πω τι πολλά! ή πολύ!
-
17 канонада
-ы θ.κανονιοβολισμός• ομοβροντία, μπανταριά. -
18 пальба
-ы θ.ομοβροντία ομαδικά πυρά, μπαταρία•ружеиная пальба το τουφεκίδι•
пушечная пальба κανονίδι, κανονιοβολισμός.
-
19 салют
-а α.χαιρετιστήρια ομοβροντία•произвести салют двадцатью артиллерийскими залпами χαιρετίζω με είκοσι ομοβροντίες πυροβολικού.
|| πιονέρικος χαιρετισμός.
См. также в других словарях:
ομοβροντία — η ταυτόχρονη βολή πολλών πυροβόλων όπλων από την ίδια μονάδα εναντίον τού ίδιου στόχου, κν. μπαταρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + βροντώ. Η λ., στον πληθ. ὁμοβροντίαι, μαρτυρείται από το 1897 στον Ν. Σπανδωνή] … Dictionary of Greek
ομοβροντία — η ταυτόχρονη εκπυρσοκρότηση πολλών όπλων μαζί, αλλ. μπαταριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Next Greek legislative election — Greek legislative election, 2012 2009 ← 2012 → 2016 … Wikipedia
βολή — Το σύνολο των αναγκαίων υπολογισμών και χειρισμών για να εκτελεστεί η σκόπευση και η εκπυρσοκρότηση των πυροβόλων όπλων, έτσι ώστε τα βλήματα να πετύχουν τον στόχο. Ανάλογα με τη θέση του όπλου και του στόχου έχουμε διάφορα είδη β. (π.χ. β.… … Dictionary of Greek
μπαλοτιά — και μπαλωτιά, η (Μ μπαλοτιά) 1. πυροβολισμός 2. πλήγμα από σφαίρα πυροβόλου όπλου νεοελλ. ταυτόχρονη ριπή από πολλά όπλα μαζί, ομοβροντία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαλότα (< ιταλ. ballotta) + κατάλ. ιά (πρβλ. μπάλα: μπαλιά). Ο τ. μπαλωτιά κατ επίδρασιν… … Dictionary of Greek
μπαταριά — Βλ. λ. συσσωρευτής. * * * η 1. πυροβολισμός 2. σειρά πολλών και τουτόχρονων πυροβολισμών, ομοβροντία 3. (κατ επέκτ.) συνεχής σειρά ομοειδών πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. batarya < ιταλ. batteria «κανονιοστοιχία»] … Dictionary of Greek
μπορντάδα — και μπορτάδα, η ναυτ. 1. καθεμιά από τις διαδρομές ιστιοφόρου που πλαγιοδρομεί, αλλ. βόλτα 2. (κατ επέκτ.) το μήκος τής διαδρομής 3. ομοβροντία τών πυροβόλων τής μιας πλευράς τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bordata] … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
μπαταριά — η (λ. τουρκ.), ομοβροντία πυροβόλων όπλων: Ακούστηκαν μπαταριές στη συμπλοκή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)